θρασύς

θρασύς
θρᾰσύς (-ύν; -εῖα), -είᾳ, -εῖαι, -ειᾶν; -ύ, -εῖ, -έων: preceding vowel always lengthened except P. 12.7)
a bold, intrepid

θρασείᾳ δὲ πνέων καρδίᾳ μόλεν Δανάας ποτὲ παῖς P. 10.44

Ἄρτεμίς τε καὶ θρασεἶ Ἀθάνα N. 3.50

καὶ σθένει γυίων ἐρίζοντι θρασεῖ N. 5.39

ἔργων θρασέων ἕνεκεν N. 10.3

λίσσομαι παῖδα θρασὺν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε τελέσαιI. 6.45 θρασειᾶν ἀλωπέκων fr. 237. c. epexeg. inf.,

θρασύ μοι τόδ' εἰπεῖν φαενναῖς ἀρεταῖς ὁδὸν κυρίαν λόγων οἴκοθεν N. 7.50

Δολόπων ἄγαγε θρασὺν ὅμιλον σφενδονᾶσαι (cf. Eustath., Il. 311. 21. ὡς καὶ τῶν Δολόπων δεξιῶν ὄντων σφενδονητῶν) fr. 183.
b in bad sense, savage θρασειᾶν λτ;Γοργόνων> P. 12.7

θρασεῖαι τόν ποτε Γηρυόνα φρίξαν κύνες I. 1.13

παῖδα ποντίας Θέτιος θρασεῖ φόνῳ πεδάσαις Pae. 6.86


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θρασύς — bold masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασύς — εία, ύ (ΑΜ θρασύς, εῑα, ύ, Α θηλ. και θρασέα) αυθάδης, αναιδής μσν. 1. αυτός που απαιτεί γενναιότητα, που απαιτεί θάρρος 2. δυνατός 3. (το ουδ. ως ου σ.) τo θρασύ θάρρος, γενναιότητα, τόλμη μσν. αρχ. γενναίος, ανδρείος, θαρραλέος αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • θρασύς, -εία, -ύ — αναιδής, αυθάδης: Θρασύς μαθητής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θρασέα — θρασύς bold neut nom/voc/acc pl (epic ionic) θρασέᾱ , θρασύς bold fem nom/voc/acc dual (epic ionic) θρασύς bold fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασυτάτων — θρασύς bold fem gen pl θρασύς bold masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασυτέρων — θρασύς bold fem gen pl θρασύς bold masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασυτέρως — θρασύς bold adverbial θρασύς bold masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασύ — θρασύς bold masc voc sg θρασύς bold neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασύτατον — θρασύς bold masc acc sg θρασύς bold neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασύτερον — θρασύς bold masc acc sg θρασύς bold neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασειᾶν — θρασύς bold fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”